πικρῆς

πικρῆς
πικράζω
taste bitter
fut ind act 2nd sg (doric)
πικρός
pointed
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πίκρης — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.), στην πρώην επαρχία Ρεθύμνης, του ομώνυμου νομού …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος …   Википедия

  • Krifo scholio — In Greek history, the term Krifó scholió (Greek κρυφό σχολειό or κρυφό σχολείο , lit. Secret school ) refers to allegedly illegal underground schools for teaching the Greek language and Christian doctrines, provided by the Greek Orthodox Church… …   Wikipedia

  • Rethymno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου …   Deutsch Wikipedia

  • πικραμυγδαλιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τής πικρής ποικιλίας τής αμυγδαλιάς …   Dictionary of Greek

  • χλωρομυκητίνη — Αντιμικροβιακή ουσία (αντιβιοτικό), που αποτελεί προϊόν της δραστηριότητας μικροοργανισμού, γνωστού με την επιστημονική λατινική ονομασία streptomyces veneruelae. Η χ. αποτελείται από άχρωμους κρύσταλλους με πικρή γεύση και δυσδιάλυτους στο νερό …   Dictionary of Greek

  • Γκόλντσμιτ, Μέιρ Αρόν — (Meir Aron Goldschmidt, Βόρντινγκμποργκ 1819 – Κοπεγχάγη 1887).Δανός συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Ανατράφηκε σύμφωνα με τις εβραϊκές παραδόσεις και ίδρυσε τη σατιρική–επαναστατική εβδομαδιαία εφημερίδα Ο κουρσάρος (1840 46), με την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Γκούλμπεργκ, Γιάλμαρ — (Jalmar Gullberg, Μάλμοε 1898 – Στοκχόλμη 1961).Σουηδός ποιητής. Η λυρική του ποίηση πηγάζει από τις ανησυχίες που ήταν διάχυτες στα σουηδικά γράμματα της περιόδου του 1930. Στις πρώτες του συλλογές, Σε μια ξένη πόλη (1929) και Πνευματικές… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοζίτες — Οργανικές ενώσεις, φυσικές ή συνθετικά παράγωγα των σακχάρων, που έχουν στο μόριό τους μία αλδεϋδική ομάδα. Αν το σάκχαρο ενωθεί με ένα άλλο σάκχαρο, η ένωση ονομάζεται δισακχαρίτης (πολλά σάκχαρα ενωμένα μαζί σχηματίζουν έναν πολυσακχαρίτη)· αν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”